- κρᾶσιν
- κρᾶσιςmixingfem acc sg (attic)κρᾶσιςmixingfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρασίν — κρᾱσίν , κράς head fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
АНДРОНИК РОДОССКИЙ — АНДРОНИК РОДОССКИЙ Ἀνδρόνικος ὁ Ῥόδιος) (cep. 1 в. до н. э.), философ перипатетик, издатель аристотелевских сочинений, основоположник школьной экзегетической традиции в аристотелизме (см. Аристотеля комментаторы). Поздние авторы (неоплатоники … Античная философия
MILETUS — I. MILETUS fil. Apollinis, et Argeae Cleochi filiae, vel ut Ovid. habet, Deiones, qui cum Minoa Cretensium regem iam senem regnô privare vellet, a Iove territus in Samum, deindein Cariam Asiae regionem fugit, ibique opidum condidit, quod de suo… … Hofmann J. Lexicon universale
επεγκεράννυμαι — ἐπεγκεράννυμαι (Α) αναμιγνύω επί πλέον, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο («πολλὴν δὲ τὴν τῶν ἐναντίων κρᾱσιν ἐπεγκεραννύμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκεράνυμι «ανακατώνω»] … Dictionary of Greek
καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… … Dictionary of Greek
μεσώ — μεσῶ, όω, Μ μεσώνω και μεσώννω) [μέσος] νεοελλ. (μόνο σε φρ.) «μεσούντος τού μηνός», «μεσούσης τής εβδομάδας» κ.λπ. κατά τα μέσα τού μήνα, τής εβδομάδας κ.λπ. μσν. γεμίζω κάτι («ἕνα ποτήριν... καὶ μεσώννουν τὸ κρασίν», Μαχ.) μσν. αρχ. είμαι ή… … Dictionary of Greek
Πρόδρομος, Θεόδωρος — Λόγιος των χρόνων της βυζαντινής δυναστείας των Κομνηνών, πιθανός δημιουργός των προδρομικών (ή πτωχοπροδρομικών) ποιημάτων. Kέρδισε τη συμπάθεια των αυλικών κύκλων και του ίδιου του αυτοκράτορα –του Ιωάννη (1118 – 1143) και αργότερα του γιου του … Dictionary of Greek